σταθεροποιώ — σταθεροποιώ, σταθεροποίησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σταθεροποιώ — σταθεροποίησα, σταθεροποιήθηκα, σταθεροποιημένος, κάνω κάτι σταθερό, μόνιμο: Ο εχθρός σταθεροποίησε τις θέσεις του. – Σταθεροποιήθηκε το νόμισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σταθεροποίηση — Όρος της οικονομολογίας που χαρακτηρίζει τα μέτρα νομισματικής, πιστωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής που παίρνει ένα κράτος για να προλάβει ή να αναχαιτείσει το φαινόμενο του πληθωρισμού. Η διακύμανση του επιπέδου των τιμών, έστω και… … Dictionary of Greek
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
καθεδραιώ — καθεδραιῶ, όω (Α) σταθεροποιώ, στερεώνω, εδραιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑδραιῶ (< ἑδραῑος < ἕδρα)] … Dictionary of Greek
κουφερμιάζω — (Μ) σταθεροποιώ κάποιον σε μια πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. counfirmar/confermar] … Dictionary of Greek
ξαναστερεώνω — (Μ ξαναστερεώνω) στερεώνω ξανά μσν. επανασυνάπτω, σταθεροποιώ και πάλι, παγιώνω … Dictionary of Greek
ριζώνω — ῥιζῶ όω, ΝΜΑ [ρίζα] 1. (για φυτό) πιάνω ρίζες, ριζοβολώ, απλώνω τις ρίζες μου και στηρίζομαι 2. μτφ. α) ενεργ. στερεώνω, θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι, στηρίζω με ασφάλεια κάτι β) (αμτβ.) θεμελιώνομαι, στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι νεοελλ. μτφ. (για … Dictionary of Greek
σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… … Dictionary of Greek
σταθερεύω — Ν [σταθερός] καθιστώ σταθερό κάτι, σταθεροποιώ … Dictionary of Greek