σταθεροποιώ

σταθεροποιώ
σταθεροποιῶ, -έω, ΝΜ
νεοελλ.
1. καθιστώ σταθερό κάτι, προσδίδω σταθερότητα σε κάτι (α. «σταθεροποιώ την οικονομία» β. «σταθεροποιήθηκε η υγεία τού ασθενούς»)
2. επιτυγχάνω τη σταθεροποίηση μιας κατάστασης ή ενός φαινομένου
3. φρ. α) «σταθεροποιημένα φυτά»
βοτ. καλλωπιστικά φυτά εσωτερικών χώρων τα οποία έχουν υποστεί ειδική επεξεργασία για τη διατήρησή τους
β) «σταθεροποιούσα επιλογή»
βιολ. η σταθεροποιητική επιλογή
μσν.
καθιστώ κάτι μόνιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταθερός + -ποιῶ (< -ποιός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σταθεροποιώ — σταθεροποιώ, σταθεροποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σταθεροποιώ — σταθεροποίησα, σταθεροποιήθηκα, σταθεροποιημένος, κάνω κάτι σταθερό, μόνιμο: Ο εχθρός σταθεροποίησε τις θέσεις του. – Σταθεροποιήθηκε το νόμισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταθεροποίηση — Όρος της οικονομολογίας που χαρακτηρίζει τα μέτρα νομισματικής, πιστωτικής και δημοσιονομικής πολιτικής που παίρνει ένα κράτος για να προλάβει ή να αναχαιτείσει το φαινόμενο του πληθωρισμού. Η διακύμανση του επιπέδου των τιμών, έστω και… …   Dictionary of Greek

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • καθεδραιώ — καθεδραιῶ, όω (Α) σταθεροποιώ, στερεώνω, εδραιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἑδραιῶ (< ἑδραῑος < ἕδρα)] …   Dictionary of Greek

  • κουφερμιάζω — (Μ) σταθεροποιώ κάποιον σε μια πίστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. counfirmar/confermar] …   Dictionary of Greek

  • ξαναστερεώνω — (Μ ξαναστερεώνω) στερεώνω ξανά μσν. επανασυνάπτω, σταθεροποιώ και πάλι, παγιώνω …   Dictionary of Greek

  • ριζώνω — ῥιζῶ όω, ΝΜΑ [ρίζα] 1. (για φυτό) πιάνω ρίζες, ριζοβολώ, απλώνω τις ρίζες μου και στηρίζομαι 2. μτφ. α) ενεργ. στερεώνω, θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι, στηρίζω με ασφάλεια κάτι β) (αμτβ.) θεμελιώνομαι, στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι νεοελλ. μτφ. (για …   Dictionary of Greek

  • σιγουρεύω — Ν [σίγουρος] 1. καθιστώ κάτι σίγουρο, ασφαλές, σταθεροποιώ, εξασφαλίζω, διασφαλίζω («καλό είναι να σιγουρέψεις τα χρήματα σου βάζοντάς τα στην τράπεζα») 2. χαμηλώνω, χαλαρώνω τα πανιά ή τα σχοινιά πλοίου, σιγουράρω 3. μέσ. σιγουρεύομαι α) (για… …   Dictionary of Greek

  • σταθερεύω — Ν [σταθερός] καθιστώ σταθερό κάτι, σταθεροποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”